Translate

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Η Κουλτούρα του τσαγιού στην Ινδία / Indian tea culture



Η Ινδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός τσαγιού στον κόσμο, μετά την Κίνα, για το περίφημο τσάι του Ασάμ και το τσάι Darjeeling. Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Πρόεδρο της Επιτροπής Σχεδιασμού, Montek Singh Ahluwalia, υπάρχουν σχέδια για να αναγνωρίσουν επίσημα το τσάι, ως «εθνικό ποτό», το 2013. Το τσάι είναι επίσης το ποτό σήμα-κατατεθέν του κρατιδίου Ασάμ. Σύμφωνα με την έκθεση ASSOCHAM (του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Ινδίας) που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2011, η Ινδία, ως ο μεγαλύτερος καταναλωτής τσαγιού στον κόσμο χρησιμοποιεί σχεδόν το 30% της παγκόσμιας παραγωγής. Παρά την παραγωγή, η Ινδία είναι επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας τσαγιού μετά την Κίνα.

 
Η καλλιέργεια και η παρασκευή του τσαγιού στην Ινδία έχει μια μακραίωνη ιστορία εφαρμογών σε παραδοσιακά συστήματα ιατρικής εκτός από την απλή κατανάλωση. Η πρακτική της Αγιουρβέδα έχει οδηγήσει σε μια μακρά παράδοση αφεψημάτων από βότανα. Οι παραδοσιακές ινδικές κουζίνες εδώ και χρόνια χρησιμοποιούν τα ιατρικά οφέλη που προσφέρονται από διάφορα φυτά και μπαχαρικά, όπως ο βασιλικός (Tulsi), το κάρδαμο (elaichi), το πιπέρι (Kali Mirch), η γλυκόριζα (Mulethi), η μέντα (pudina), κ.λπ., καθώς παραδοσιακά, τα τσάγια γίνονταν με τα φύλλα ή / και μπαχαρικά αυτών των φυτών και έχουν χρησιμοποιηθεί για αιώνες για ασθένειες που κυμαίνονται από τις πιο σοβαρές μέχρι τις πιο ασήμαντες. Το τσάι επίσης αναμιγνύεται με αυτά τα παραδοσιακά βότανα. Η γεύση του Chai (γλυκιά και γαλακτώδες) βοηθά τη συγκάλυψη των ισχυρότερων και πιο πικρών γεύση μερικών φαρμακευτικών προσθέτων, ενώ άλλες, πιο ευχάριστες γεύσεις όπως του κάρδαμου και της πιπερόριζας (τζίντζερ) προσθέτουν μία ευχάριστη γεύση και άρωμα στο τσάι μαζί με οφέλη για την υγεία.
Η κατανάλωση τσαγιού στην Ινδία τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά με σαφήνεια στο έπος Ραμαγιάνα (750 – 500 π.Χ.). Για τα επόμενα χίλια χρόνια, η τεκμηρίωση του τσαγιού στην Ινδία χάθηκε στην ιστορία. Εγγραφές επανεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ., με τις ιστορίες των βουδιστών μοναχών Μποντιντάρμα και Gan Lu, και την ενασχόλησή τους με το τσάι. Η έρευνα δείχνει ότι το τσάι είναι αυτόχθονο φυτό στην ανατολική και τη βόρεια Ινδία, και καλλιεργείται και καταναλώνεται εκεί για χιλιάδες χρόνια. Η εμπορική παραγωγή του τσαγιού στην Ινδία δεν είχε ξεκινήσει μέχρι την άφιξη της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, σημείο στο οποίο μεγάλες εκτάσεις γης μετατράπηκαν για μαζική παραγωγή τσαγιού.
Σήμερα, η Ινδία είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς τσαγιού στον κόσμο, με πάνω από το 70% του τσαγιού να καταναλώνεται στο εσωτερικό της ίδιας της Ινδίας. Ένας αριθμός διάσημων τύπων τσαγιού, όπως το τσάι του Ασάμ και του Darjeeling, επίσης, παράγονται αποκλειστικά στην Ινδία. Η ινδική βιομηχανία τσαγιού έχει εξαγοράσει πολλές παγκόσμιες μάρκες τσαγιού, και έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο τεχνολογικά εξοπλισμένες βιομηχανίες τσαγιού στον κόσμο. Η παραγωγή τσαγιού, η πιστοποίηση, η εξαγωγή, και όλες οι άλλες πτυχές του εμπορίου τσαγιού στην Ινδία ελέγχονται από το Διοικητικό Συμβούλιο Τσαγιού της Ινδίας.



Αρχαία Ινδία

Η καλλιέργεια του τσαγιού στην Ινδία έχει κάπως διφορούμενη προέλευση. Αν και η έκταση της δημοτικότητας του τσαγιού στην Αρχαία Ινδία είναι άγνωστη, είναι γνωστό ότι το φυτό τσάι ήταν ένα άγριο φυτό στην Ινδία, που πράγματι παράγεται από τους κατοίκους των διαφόρων περιοχών. Αλλά δεν υπάρχει ουσιαστική τεκμηρίωση της ιστορίας της κατανάλωσης τσαγιού στην ινδική υποήπειρο για την προ-αποικιακή περίοδο. Μπορούμε να υποθέσουμε μόνο ότι τα φύλλα του τσαγιού χρησιμοποιούνταν ευρέως στην Αρχαία Ινδία αφού το φυτό είναι γηγενές σε ορισμένα μέρη της Ινδίας. Η φυλή Singpho και η φυλή Khamti, οι κάτοικοι των περιοχών όπου μεγαλώνει το φυτό Camellia sinensis, καταναλώνουν το τσάι από τον 12ο αιώνα. Είναι επίσης πιθανό ότι το τσάι μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί με άλλο όνομα. Ο Frederick R. Dannaway, στο δοκίμιό του «Tea As Soma», υποστηρίζει ότι το τσάι ήταν ίσως περισσότερο γνωστό ως «Soma» στην ινδική μυθολογία. Το φυτό του τσαγιού είναι εγγενές στην Ανατολική και τη Νότια Ασία, αλλά η προέλευση και η ιστορία του τσαγιού δεν είναι ακριβείς. Πολλοί από τους μύθους προέλευσης του τσαγιού βρίσκονται στην κινεζική μυθολογία, και η πρώτη επαληθεύσιμη εγγραφή για την κατανάλωση τσαγιού δείχνει προς τη μεριά της Κίνας.


Εξερεύνηση των Ολλανδών

Η επόμενη καταγεγραμένη αναφορά τσαγιού στην Ινδία μετά τον 12ο αιώνα είναι το 1598, όταν ένας Ολλανδός ταξιδιώτης, ο Jan van Huyghen Linschoten, σημείωσε σε ένα βιβλίο πως τα φύλλα του φυτού του τσαγιού του Ασάμ, που χρησιμοποιούνταν από τους Ινδούς ως λαχανικό, τρώγονταν με σκόρδο και λάδι, και ως ποτό.
Την ίδια χρονιά, καταγράφηκε μια άλλη αναφορά τσαγιού στην Ινδία, από μια διαφορετική ομάδα Ολλανδών εξερευνητών.


Πρόωρες Βρετανικές Εξερευνήσεις

Σε ένα φυλλάδιο του 1877 γραμμένο από τον Samuel Baildon, και δημοσιευμένο από τον W. Newman και τους συνεργάτες του στην Καλκούτα, ο Baildon έγραφε: «... διάφοροι έμποροι στην Καλκούτα συζητούσαν την πιθανότητα οι εισαγόμενοι σπόροι από την Κίνα να ευδοκιμήσουν στο Ασάμ, όταν ένας ντόπιος από την επαρχία, βλέποντας λίγο τσάι είπε πως αυτό το φυτό υπάρχει ήδη και μεγαλώνει ελεύθερα στους αγρούς». Η πληροφορία αυτή επαληθεύτηκε από τον ευγενικής καταγωγής Ασαμέζο Maniram Dutta Barua (επίσης γνωστό ως Maniram Dewan) που έδειξε στους Βρετανούς επιθεωρητές τα υπάρχοντα εδάφη που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια του φυτού, καθώς και τα ήδη υπάρχοντα άγρια φυτά που μεγάλωναν στις ζούγκλες του Ασάμ.


Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών

Απεικόνιση της διαδικασίας καλλιέργειας τσαγιού στο Ασάμ, Ινδία, 1850
Στις αρχές της δεκαετίας του 1820, η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών άρχισε μεγάλης κλίμακας παραγωγή του τσαγιού στο Ασάμ της Ινδίας, από μια ποικιλία τσαγιού που παραδοσιακά παρασκευάζονταν από τους ανθρώπους της φυλής Singpho. Το 1826, η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών αγόρασε την περιοχή από την βασιλική Δυναστεία Ahom μέσω της Συνθήκης Yandaboo. Το 1837, ο πρώτος αγγλικός κήπος τσαγιού ιδρύθηκε στο Chabua στο Βόρειο Ασάμ, ενώ το 1840 η Εταιρεία τσαγιού του Ασάμ (Assam Tea Company) ξεκίνησε την εμπορική παραγωγή του τσαγιού στην περιοχή, που διευθύνονταν από μισθωμένη υπηρεσία των κατοίκων της περιοχής. Αρχίζοντας στη δεκαετία του 1850, η βιομηχανία τσαγιού επεκτάθηκε γρήγορα, χρησιμοποιώντας τεράστιες εκτάσεις γης για φυτείες τσαγιού. Με την αλλαγή του αιώνα, το Ασάμ έγινε η κορυφαία περιοχή παραγωγής τσαγιού στον κόσμο. Όμως, παρά την ανακάλυψη του γηγενούς φυτού Camellia sinensis, η βιομηχανία τσαγιού στην Ινδία ξεκίνησε με 42.000 δενδρύλλια μόνο τα οποία φυτέυτηκαν από μια αποστολή 80.000 σπόρων που αγοράστηκαν από την Κίνα – 2000 φυτεύτηκαν στις λοφώδεις περιοχές της νότιας Ινδίας, και 20.000 στις λοφώδεις επαρχίες στο Kumaon στη Βόρεια Ινδία και στο Βόρειο Ασάμ, στα βορειοανατολικά σύνορα. Ήταν πολύ αργότερα που χρησιμοποιήθηκαν τα ενδημικά φυτά. Σήμερα, το κινεζικό στέλεχος παράγει το τσάι Darjeeling και η εγχώρια Ασαμέζικη ποικιλία παράγει το υπόλοιπο του τσαγιού που παράγονται συνολικά στην Ινδία.

Το βιβλίο «Παγκόσμια Ιστορία των Τροφίμων του Cambridge», των Weisburger & Comer, αναφέρει:
«Η καλλιέργεια του τσαγιού άρχισε εκεί (Ινδία) κατά τον δέκατο ένατο αιώνα από τους Βρετανούς, όμως, έχει επιταχυνθεί σε σημείο που σήμερα η Ινδία εμφανίζεται ως ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο, με 715.000 τόνους  βρίσκεται μπροστά από την Κίνα με 540.000 τόνους, και φυσικά, τα τσάγια του Άσαμ, της Κεϋλάνης (από το νησιωτικό έθνος που είναι περισσότερο γνωστό ως Σρι Λάνκα), και του Darjeeling είναι παγκοσμίως γνωστά. Ωστόσο, επειδή στους Ινδούς αναλογεί κατά μέσο όρο μισό φλιτζάνι σε καθημερινή βάση ανά κάτοικο, το 70% της τεράστιας καλλιέργειας της Ινδίας καταναλώνεται τοπικά».


Σύγχρονη παραγωγή τσαγιού στην Ινδία

Γυναίκα στο Ασάμ, μαζεύει τα φύλλα του τσαγιού με τα χέρια
Η Ινδία ήταν η κορυφαία παραγωγός τσαγιού για σχεδόν έναν αιώνα, αλλά πρόσφατα η Κίνα έχει ξεπεράσει την Ινδία ως η κορυφαία παραγωγός τσαγιού κι αυτό οφείλεται στην αυξημένη διαθεσιμότητα της γης. Οι Ινδικές εταιρείες τσαγιού έχουν αποκτήσει μια σειρά από μεγάλες ξένες επιχειρήσεις τσαγιού, συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών ετικετών Tetley και Typhoo. Η Ινδία είναι επίσης το μεγαλύτερο έθνος σε κατανάλωση τσαγιού στον κόσμο.
Ωστόσο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση του τσαγιού στην Ινδία παραμένει μέτρια, στα 750 γραμμάρια ανά άτομο κάθε χρόνο λόγω της μεγάλης πληθυσμιακής βάσης και των υψηλών επιπέδων φτώχειας. Από 19.500 crore* ρουπίες το 2011, ο συνολικός κύκλος εργασιών της ινδικής βιομηχανίας τσαγιού αναμένεται να είναι 33.000 crore ρουπίες έως το 2015 σύμφωνα με την έκθεση ASSOCHAM του 2011.

Το βιβλίο «Παγκόσμια Ιστορία των Τροφίμων του Cambridge», των Kenneth F. Kiple and Kriemhild Coneé Ornelas, αναφέρει:
«Σε γενικές γραμμές, παρόλο που η Ινδία οδηγεί τον κόσμο στην τεχνολογία του τσαγιού, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη συγκομιδή των καλλιεργειών διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο του τσαγιού και του εδάφους. Τα καλύτερα φύλλα του τσαγιού μαζεύονται με τα χέρια και αλλού χρησιμοποιούνται και ψαλίδια – συνήθωςσε περιοχές όπου δεν έχουν πρόσβαση οι μηχανές. Ένας ειδικευμένος εργάτης χρησιμοποιώντας ψαλίδι μπορεί να συλλέξει μεταξύ 60 με 100 κιλά τσάι την ημέρα, ενώ τα μηχανήματα μεταξύ 1.000 και 2.000 κιλών. Τα μηχανήματα, ωστόσο, συνήθως εφαρμόζονται σε τσάγια χαμηλής ποιότητας που συχνά προορίζονται για τα σακουλάκια του εμπορίου. Το "χνούδι" του τσαγιού και τα απόβλητα από την επεξεργασία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καφεΐνης για τα αναψυκτικά και την ιατρική».



Κατανάλωση του τσαγιού στην Ινδία


Το τσάι είναι ρόφημα που γίνεται τόσο στο σπίτι, όσο και έξω από αυτό. Έξω από το σπίτι, το τσάι πιο συχνά και εύκολα συναντάται στους πανταχού παρών πάγκους τσαγιού που βρίσκονται διάσπαρτοι σχεδόν σε κάθε δρόμο στην Ινδία. Ο πάγκος για τσάι έχει γίνει μέρος του αστικού τοπίου καθώς και στέκι για κουβέντα ή κουτσομπολιό. Έχει αποτελέσει ακόμα και έμπνευση για καλλιτέχνες, όπως στην πρόσφατη έκθεση τέχνης με τίτλο «Chai Wallah and other stories» από τον καλλιτέχνη Vijay Gille. Chai Wallah είναι η ονομασία στα Χίντι του ανθρώπου που κατέχει τον πάγκο με το τσάι. Chai Pani, που στην κυριολεξία σημαίνει τσάι και νερό, μεταφορικά είναι μία έκφραση που σημαίνει την μικροαστική διαφθορά που μαστίζει την Ινδία.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ville Melgén, η γεύση του τσαγιού αναπτύχθηκε στην Ινδία μέσω της διαμάχης μεταξύ των παραγωγών του τσαγιού, όταν η παραγωγή τσαγιού στην Ινδία άρχισε να κερδίζει έδαφος. Αρχικά, δωρεάν δείγματα του τσαγιού προσφέρονταν από ιππήλατα καροτσάκια που ανήκαν σε διάφορες εταιρείες. Ήδη από το 1907, η Brooke Bond, μια αγγλική εταιρεία τσαγιού άρχισε να πειραματίζεται με ένα στόλο από ιππήλατα φορτηγά για τη διανομή τσαγιού. Η βρετανική παράδοση λήψης τσαγιού με λίγο γάλα και ζάχαρη εισήχθη μαζί με τα δείγματα.
Σε αντίθεση με τα βρετανικά φλιτζάνια του τσαγιού, το τσάι στην Ινδία δεν σερβίρεται σε ένα περιβάλλον όπου τα φύλλα εμποτίζονται ξεχωριστά. Συνήθως, το τσάι στην Ινδία καταναλώνεται μαζί με γάλα και ζάχαρη, αλλά τα φύλλα του τσαγιού δεν ετοιμάζονται ξεχωριστά. Αντ’ αυτού, τα φύλλα του τσαγιού βράζονται μαζί με την προσθήκη γάλακτος και ζάχαρης και στη συνέχεια βράζονται και πάλι μετά την προσθήκη γάλακτος και ζάχαρης. Μερικές φορές τα ίδια φύλλα τσαγιού χρησιμοποιούνται για να προσθέσουν άρωμα. Σε πολλά μέρη της χώρας, το πιο ξεχωριστό τσάι είναι εκείνο όπου τα φύλλα του τσαγιού βράζονται αποκλειστικά σε γάλα.
Υπάρχουν πολλές άλλες δημοφιλείς παραλλαγές ανάλογα με τις τοπικές και πολιτιστικές συνεργασίες. Σε γενικές γραμμές, οι πότες τσαγιού στην Ινδία πίνουν τσάι με γάλα. Δημοφιλή παρασκευάσματα τσαγιού στο Ασάμ είναι το saah και το ronga saah (κόκκινο τσάι χωρίς γάλα). Στη Δυτική Βεγγάλη και στο Μπαγκλαντές ονομάζεται Cha. Στους ομιλούντες Χίντι της βόρειας Ινδίας, δημοφιλή αφεψήματα τσαγιού είναι το Masala Chai, το Kadak Chai (συνήθως χαρακτηριστικό της ορεινής κοινότητας της Βόρειας Ινδίας, είναι ένα πολύ έντονα αρωματικό τσάι, σχεδόν στο σημείο της πικρίας), το Malai Mar Ke Chai (με μία γενναιόδωρη κουταλιά κρέμας πλήρους λιπαρών στο φλιτζάνι του τσαγιού) είναι μερικές από τις πιο δημοφιλείς παραλλαγές.


Στη λαϊκή κουλτούρα


Η Μπενγκάλι ταινία Sagina Mahato, σκηνοθετημένη το 1970 από τον Tapan Sinha, ασχολείται με τα εργασιακά δικαιώματα στις φυτείες τσαγιού στα βορειοανατολικά της χώρας κατά την διάρκεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.


*crore: μονάδα μέτρησης στο Ινδικό σύστημα αρίθμησης που ισούται με 10 εκατομμύρια

4 σχόλια:

  1. Είμαι εθισμενη στο τσαι όπως άλλοι ειναι στο καφε! Πολύ ενδιαφερον και αναλυτικο το ποστ σου!
    akamatras,blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα! Σ' ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Στο επόμενο άρθρο που θα αποτελεί συνέχεια αυτού εδώ, θα έχω και μερικές συνταγές για Ινδικό τσάι. :)

      Διαγραφή
  2. Εμπεριστατωμένη περιγραφή!
    Απλή αναφορά οτι το τσάι που σερβίρεται στη βόρεια Ινδία ειναι 60% νερό 40% γάλα, μια ψιλή πρέζα αλάτι, λιγο στουμπισμενο κάρδαμο, πολλή ζάχαρη κ τσάι μαύρο χωρίς φακελάκι....και πολύ αργό βράσιμο σε χαμηλή φωτιά.
    Χαιρετισμους απο το Κασμίρ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα σας, αγαπητέ!
      Σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας, και χαίρομαι που σας άρεσε το άρθρο.
      Καλά να περνάτε εκεί στο Κασμίρ και να είστε καλά στην υγεία σας!

      Διαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...